νύσσα

νύσσα
(I)
νύσσα, ἡ (ΑΜ)
1. (στον ιππόδρομο) α) η στήλη γύρω από την οποία έκαναν κύκλο τα άρματα καθώς κατέρχονταν από το δεξιό μέρος και έστριβαν για το αριστερό
β) η στήλη από την οποία ξεκινούσαν και στην οποία τερμάτιζαν οι διαγωνιζόμενοι στην αρματοδρομία
2. μτφ. ο σκοπός («πρὸς οὐράνιον νύσσαν σαφῶς ἐπειγόμενοι», Μηναί·)
αρχ.
1. ο μεσότοιχος
2. (για νεύρο) σημείο στροφής
3. η πορεία τού χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η πιθανότερη άποψη είναι εκείνη που παράγει τη λ. από το θ. τού νύσσω* με επίθημα - (< *νύκ-)].
————————
(II)
η
βοτ. γένος θάμνων και δένδρων, δικότυλων φυτών που ανήκουν στην τάξη κορνώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nyssa < νύσσα (Ι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νύσσα — νύσσᾱ , νύσσα turning post fem nom/voc/acc dual νύσσᾱ , νύσσα turning post fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσσαι — νύσσα turning post fem nom/voc pl νύσσᾱͅ , νύσσα turning post fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσσαν — νύσσᾱν , νύσσα turning post fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσσης — νύσσα turning post fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύσσῃ — νύσσα turning post fem dat sg (attic epic ionic) νύσσω touch with a sharp point pres subj mp 2nd sg νύσσω touch with a sharp point pres ind mp 2nd sg νύσσω touch with a sharp point pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nysa (Anatolie) — Pour les articles homonymes, voir Nysa et Nyssa. Nysa (grc) Νῦσσα …   Wikipédia en Français

  • Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …   Dictionary of Greek

  • Νυσσαής — Νυσσαής, ὁ (Μ) [Νύσσα] αυτός που κατάγεται από τη Νύσσα …   Dictionary of Greek

  • Nevşehir —   District   Uçhisar Hill and Castle, Cappadocia s highest point, near Nevşehir …   Wikipedia

  • Гипподром — (Ίππόδρομος) у древних греков место конских скачек и состязаний в езде на колесницах; его не должно смешивать со стадием , местом конкурсов в быстроте бега пешком. Небольшие Г. нередко устраивались при гимназиях, чтобы молодые люди могли… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”